Πριν από λίγα χρόνια ο Αγγλος συγγραφέας, Julian Fellowes, βραβευμένος με Οσκαρ για το σενάριό του «Gosford Park», δήλωσε πως η αριστερή ιδεολογία της δεκαετίας του ’60 κυριαρχεί ακόμη στον χώρο της Τέχνης. Σύμφωνα με τον Fellowes, οι ιδέες αυτές αντιμετωπίζονται σαν «Ευαγγέλιο», υπεράνω κάθε κριτικής και αμφισβήτησης. Το αποτέλεσμα είναι ένα ασφυκτικά ομοιόμορφο ιδεολογικό περιβάλλον που οδηγεί τους ανθρώπους του πολιτισμού σε ένα είδος πνευματικής νωθρότητας. Στην Ελλάδα, τελευταίο μαρξιστικό οχυρό στην Ευρώπη για πολλούς, τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά. Ρίχνοντας, ενδεικτικά, μια ματιά στις θεατρικές παραστάσεις που ανέβηκαν στο πλαίσιο του (κρατικά επιδοτούμενου) Φεστιβάλ Αθηνών και στις δηλώσεις που έκαναν οι συντελεστές τους, θα μείνουμε με την εντύπωση πως στη χώρα μας δεν κυκλοφορούν άλλες ιδέες πέρα από αυτές που εκφράζει η Αριστερά και οι διάφορες συνιστώσες της. Π.χ. το βραβευμένο «Αγγελοι στην Αμερική» του Τόνι Κούσνερ είναι μια καταγγελία του... επάρατου νεοφιλελευθερισμού της εποχής Ρέιγκαν. Φυσικά, ο σκηνοθέτης της παράστασης Νίκος Μαστοράκης δεν έχει αμφιβολίες: «Ο Ρέιγκαν είναι ο πρώτος που βύθισε στα τάρταρα τη μεσαία τάξη, που έβαλε το θεμέλιο για το σημερινό κραχ», («Ελευθεροτυπία», 25/5/2010). Στον πολυαναμενόμενο «Τόκο» πάλι, ο συγγραφέας Δημήτρης Δημητριάδης φιλοδοξεί να αποδομήσει την έννοια του φύλου. Με επιρροές από Λακάν και Τζούντιθ Μπάτλερ (αγαπημένων «παιδιών» της μεταμοντέρνας Αριστεράς) ξεκαθαρίζει πως «Η ύπαρξη των φύλων δεν είναι μια κατάσταση που μπορώ να δεχθώ…» («Ελευθεροτυπία», 12/7/2010). Τέλος, ο σκηνοθέτης Βασίλης Παπαβασιλείου, με αφορμή το ανέβασμα του «Τυχοδιώκτη... βασισμένο στον Χουρμούζη», δηλώνει πως η παγκοσμιοποίηση δεν είναι τίποτε άλλο, παρά «η θεσμοποίηση της αλητείας του κεφαλαίου» («Ελευθεροτυπία», 26/6/2010).
Το ότι η μεγάλη πλειοψηφία των καλλιτεχνών ανήκει στην Αριστερά δεν είναι κάτι καινούργιο. Η Τέχνη θεωρήθηκε πως θα έπρεπε να είναι πάντα απέναντι στην όποια εξουσία. Ετσι, η ένταξη στην Αριστερά, που αμφισβητούσε το σύστημα, ήταν η πιο φυσική επιλογή για πολλούς καλλιτέχνες. Ομως, το παράδοξο της εποχής μας είναι πως, στην Ελλάδα, τουλάχιστον τα τελευταία 30 χρόνια, το κατεστημένο είναι πια, σε μεγάλο βαθμό, η ίδια η… Αριστερά. Οι ιδέες και πρακτικές του «προοδευτικού» χώρου -κρατισμός, δαιμονοποίηση του κέρδους, ανοχή στην «επαναστατική» βία- έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του χρεοκοπημένου μεταπολιτευτικού μοντέλου. Ετσι, αν τη δεκαετία του ’70, ο αριστερός πολιτικός λόγος των ανθρώπων της Τέχνης έμοιαζε φρέσκος και ριζοσπαστικός, σήμερα, μοιάζει απλά να στηρίζει ένα σύστημα υπό κατάρρευση Και παρότι αυτός ο λόγος απολαμβάνει ακόμη το ιδεολογικό μονοπώλιο (ή ακριβώς γι’ αυτό), φαίνεται πια όλο και περισσότερο προβλέψιμος και συμβατικός.
Το αξιοσημείωτο είναι πως η πολιτική των κρατικών επιδοτήσεων στην Τέχνη ενισχύει αυτόν τον ιδιότυπο «προοδευτικό» κομφορμισμό και ωθεί όλο και περισσότερους ανθρώπους του πολιτισμού να αυτοχαρακτηρίζονται αυτάρεσκα ως «αριστεροί». Βλέπετε, όταν ο καλλιτέχνης έχει μετατραπεί σε δημόσιο υπάλληλο, που κολλάει ένσημα και περιμένει πότε θα πάρει την επόμενη επιχορήγηση από το υπουργείο Πολιτισμού, είναι φυσικό να βρει ως και μεγαλοφυή την προεκλογική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για διορισμό 100.000 Ελλήνων στο Δημόσιο…
Αν λοιπόν τυχαίνει να είστε θεατρόφιλοι, και ταυτόχρονα κινείστε πολιτικά στο συντηρητικό ή στο φιλελεύθερο χώρο, ατυχήσατε. Σε ένα περιβάλλον όπου το ιδεολογικό εκκρεμές κινείται μονότονα από τον Μαρξ στον... Τσόμσκι, το ενδεχόμενο να γραφτεί ένα θεατρικό έργο, που θα βλέπει θετικά την επιχειρηματικότητα ή θα αμφισβητεί τον «παράδεισο» της πολυπολιτισμικότητας κινείται μάλλον στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. Σήμερα όμως που όλες οι βεβαιότητες του παρελθόντος μοιάζουν να καταρρέουν, μήπως ήρθε ο καιρός και οι άνθρωποι της Τέχνης να επανεξετάσουν τις δικές τους «προοδευτικές» βεβαιότητες, αν θέλουν να διατηρήσουν την επαφή τους με την κοινωνία;
[ Δημοσιεύτηκε στην "Καθημερινή", 31/7/2010]