Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2009

Ένα κομμένο βίντεο, μια ιστορία "λογοκρισίας" και η χαμένη ανεξαρτησία των Ελλήνων καλλιτεχνών


Διαβάζω στις εφημερίδες τις οργισμένες αντιδράσεις για το "κόψιμο" της περίφημης σκηνής με τους ρασοφόρους από το φιλμ του Κώστα Γαβρά και νιώθω τόσο πολύ την ανάγκη να ενώσω κι εγώ τη φωνή μου μαζί με όλους τους "ανοιχτόμυαλους" συμπολίτες μου. Θα θελα κι εγώ να φωνάξω, να διαμαρτυρηθώ κατά της κρατικής λογοκρισίας, και έτσι να κερδίσω εύσημα “προοδευτικότητας” και “κοσμοπολιτισμού”. Έλα όμως που κάτι δε μου πηγαίνει καλά με την όλη ιστορία. Σαν να έχουμε χάσει τελικά το νόημα της λέξης "λογοκρισία" ...

Το επίμαχο animation βίντεο είναι στην πραγματικότητα, ένα προπαγανδιστικό, καθόλου αιρετικό , φιλμάκι που δημιουργήθηκε για να προβάλει την «εθνικά ορθή» άποψη στο θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα : ο σατανικός Λόρδος Έλγιν, η «Πασιονάρια» της επιστροφής των Μαρμάρων , Μελίνα, η ηρωική μάχη με το Βρετανικό Μουσείο και όλα εκείνα τα στοιχεία της εθνικής μυθολογίας που μας κάνουν να φουσκώνουμε από υπερηφάνεια και φέρνουν ψήφους στους πολιτικούς μας. Το βίντεο έγινε με κρατική χρηματοδότηση και μετά από παραγγελία ενός δημόσιου οργανισμού, και συγκεκριμένα του «Νέου Μουσείου της Ακρόπολης». Η πραγματικότητα δείχνει πως αυτός που πληρώνει για ένα έργο τέχνης, έχει και την αυτονόητη δυνατότητα να το δεχτεί ή να το απορρίψει . Όπως έκρινε το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. στην υπόθεση Rust v. Sullivan τη δεκαετία του '90 , ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της κυβέρνησης για το αν θα χρηματοδοτήσει ή όχι ένα έργο τέχνης. Το να μη δεχτεί να το χρηματοδοτήσει δεν σημαίνει λογοκρισία. Ο καλλιτέχνης είναι ελεύθερος να δημιουργεί, αλλά δεν μπορεί να υποχρεώσει έναν τρίτο να χρησιμοποιήσει το έργο του. Βέβαια , στη συγκεκριμένη περίπτωση, το Μουσείο τροποποίησε το φιλμάκι , χωρίς να ρωτήσει καν το σκηνοθέτη και πιθανόν να γεννιούνται ευθύνες του, σύμφωνα με τους νόμους που προστατεύουν τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών. Όσο όμως και αν με λυπεί που η εργασιακή σχέση του κ. Γαβρά με το Ελληνικό Δημόσιο, δεν είχε τα ποθούμενα αποτελέσματα και για τις δυο πλευρές, σίγουρα κάτι τέτοιο δεν αποτελεί πειστικό λόγο για να αρχίσουμε ένα νέο Ανένδοτο για τη δήθεν καταπάτηση της ελευθερίας της τέχνης. Λογοκρισία είχαμε όταν απαγορεύτηκε η διακίνηση του βιβλίου του Μίμη Ανδρουλάκη, «Μ στη νιοστή», γιατί θεωρήθηκε πως έχει προσβλητικό περιεχόμενο για τη θρησκεία . Λογοκρισία είχαμε το Φεβρουάριο του 2003 όταν αστυνομικοί προέβησαν σε κατάσχεση του κόμιξ «Η ζωή του Ιησού» του Αυστριακού Γκέρχαρντ Χάντερερ, με την κατηγορία της «καθύβρισης θρησκευμάτων διά του Τύπου». Δεν αποτελεί λογοκρισία όταν το κράτος σε μια έκθεση, που χρηματοδοτεί το ίδιο, αποφασίζει να αποσύρει ένα έργο (όπως στην έκθεση «Outlook» το 2003 ή στην εικαστική διοργάνωση ArtAthina στις εγκαταστάσεις της Helexpo το 2007), όπως δε θα ήταν λογοκρισία αν ο εκδότης του κ. Ανδρουλάκη αποφάσιζε να μην εκδώσει το βιβλίο του !

Πίσω όμως από τις κραυγές περί λογοκρισίας σαν να χάσαμε το πραγματικό πρόβλημα που ανακύπτει από την ιστορία με το βίντεο του κ. Γαβρά, και αυτό είναι η στενή σχέση κράτους και τέχνης, τα κριτήρια με τα οποία η κρατική εξουσία προωθεί καλλιτεχνικά έργα και το τίμημα που έχει αυτή η κατάσταση στην ανεξαρτησία των καλλιτεχνών . Στις Η.Π.Α. στα τέλη της δεκαετίας του '80 ξέσπασε σάλος, όταν το κρατικό «National Endowment for the Arts» , χρηματοδότησε εν μέρει μια έκθεση με τολμηρές φωτογραφίες του , ανοιχτά gay, φωτογράφου Robert Mapplethorpe. Μπορεί το έργο του Mapplethorpe να προκαλεί ρίγη ενθουσιασμού στους εστέτ αναγνώστες αυτού του άρθρου, αλλά η κυρία Ντόροθυ από την Αλαμπάμα ακόμη αναρωτιέται για ποιόν λόγο είναι υποχρεωμένη να χρηματοδοτεί μια τέχνη που προσβάλλει την ηθική της και τα πιστεύω της . Και στη δικιά μας περίπτωση , η κυρία Μαρία από το Αιγάλεω αναρωτιέται με τη σειρά της για ποιο λόγο να πληρώνει με τους φόρους της, το βίντεο του κύριου Γαβρά που νιώθει πως προσβάλλει τη θρησκευτική της πίστη . Και ποιος θα μπορούσε να τους ρίξει άδικο ; Σαν αντίδραση στις επιλογές του «National Endowment for the Arts» , συντηρητικοί βουλευτές με πρωτοβουλία του Ρεπουμπλικάνου Jesse Helms πέρασαν μια τροπολογία, που εμπόδιζε το κράτος να χρηματοδοτεί έργα που είναι "άσεμνα, και προβάλουν σκηνές σαδομαζοχισμού, ομοερωτισμού ή σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών, όταν ειδικά δεν έχουν λογοτεχνική, καλλιτεχνική, πολιτική ή επιστημονική αξία" . Από τη στιγμή λοιπόν που αποδεχόμαστε πως το κράτος πρέπει να χρηματοδοτεί την τέχνη , το καλλιτεχνικό έργο μπαίνει στο πολιτικό παιχνίδι, και οδηγούμαστε σε διαρκείς συγκρούσεις για το πώς θα ξοδευτούν τα χρήματα των φορολογουμένων. Έτσι, όμως καταλήγουμε εκ των πραγμάτων σε μια τέχνη που προσπαθεί να κρατάει τις ισορροπίες, σε μια τέχνη όπου η μετριότητα επικρατεί, όπου η γνώμη της πλειονότητας , τα χρηστά ήθη και η …εκλογική πελατεία του κ. Σαμαρά έχουν τον τελικό λόγο. Μόνο που η τέχνη για να είναι πρωτοποριακή πρέπει να είναι αιρετική, να κλονίζει τις επικρατούσες ιδέες της πλειοψηφίας, να ενοχλεί.

Η αλήθεια είναι πως ακόμη έχω στο μυαλό μου την "ρομαντική" εικόνα ενός καλλιτέχνη που θα πρέπει να είναι, από την ίδια του τη φύση, απέναντι στο κράτος, απέναντι στην εξουσία και όχι να σιτίζεται από αυτή, σαν ένας ακόμη δημόσιος υπάλληλος. Στην Ελλάδα ο χώρος της τέχνης έχει καταντήσει μια τεράστια δημόσια υπηρεσία .Για ποιά ανεξαρτησία της τέχνης μπορούμε άραγε να μιλάμε, όταν οι "καλλιτέχνες" κάνουν ουρά έξω από το Υπουργείο Πολιτισμού για να πάρουν μια επιχορήγηση; Ο Ernest Hemingway έλεγε πως “ εάν ένας συγγραφέας είναι καλός, ποτέ δε θα του αρέσει η κυβέρνησή του . Πρέπει να είναι πάντοτε εναντίον της , όπως και η κυβέρνηση θα είναι εναντίον του.” Και επειδή ίσως ο Hemingway και η Αμερική πέφτουν λίγο μακριά για τους Έλληνες καλλιτέχνες , ας θυμηθούν τουλάχιστον την επόμενη φορά που θα ζητήσουν τον οβολό του κράτους , και προτού αρχίσουν πάλι να κλαψουρίζουν για λογοκρισία , μια ελληνικότατη λαϊκή ρήση: “ Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα , τον τρώνε οι κότες...”

[ Δημοσιεύτηκε στη «Metropolis Weekend», 31 Ιουλίου-2 Αυγούστου 2009 ]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου